- τρίμιθος
τρίμιθος, ἡ, s. τρέμιϑος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τρίμιθος, ἡ, s. τρέμιϑος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τρίμιθος — ἡ, Α βλ. τερέβινθος … Dictionary of Greek
τερέβινθος — και τέρμινθος και τρέμιθος, η, ΝΜΑ, και τρεμιθιά και τριμιθιά και τραμιθιά Ν, και τρίμιθος Α 1. λόγια ονομασία είδους τού φυτού πιστακία, κν. σήμερα κοκκορεβιθιά 2. ιατρ. δερματική νόσος που χαρακτηρίζεται από την εμφάνιση μαλακών θηλοειδών… … Dictionary of Greek
τρέμιθος — η, ΝΑ, και τρεμιθιά και τριμιθιά και τραμιθιά Ν, και τρίμιθος Α βλ. τερέβινθος … Dictionary of Greek