- τρί-καρπος
τρί-καρπος, dreimal im Jahre Frucht bringend, D. Hal. 1, 37; Hesych. erkl. τριετής.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τρί-καρπος, dreimal im Jahre Frucht bringend, D. Hal. 1, 37; Hesych. erkl. τριετής.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τρίκαρπος — ον, ΜΑ αυτός που παράγει καρπό τρεις φορές τον χρόνο αρχ. (κατά τον Ησύχ.) «τρίκαρπον τριετῆ». [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + καρπός (πρβλ. μυριό καρπος)] … Dictionary of Greek