τρί-χᾱλος

τρί-χᾱλος

τρί-χᾱλος, dor. statt τρίχηλος, dreifach gespalten, aus einander klaffend, κῦμα Aesch. Spt. 742.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • τρίχαλος — ον, Α (δωρ. τ.) αυτός που έχει τρεις κορυφές («κῡμα τρίχαλον» η τρικυμία, Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + χαλος, δωρ. τ. τού χηλός (< χηλή /χαλά «νύχι, προεξοχή»), πρβλ. δί χηλος / δί χαλος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”