τρίχιον, τό, dim. von ϑρίξ, das Härchen; Arist. probl. 33, 18; Plut.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τρίχιον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρίχιον — και τριχίον, τὸ, Α [θρίξ, τριχός] υποκορ. μικρή τρίχα … Dictionary of Greek
τρίχια — τρίχιον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)