- τρί-σπαστος
τρί-σπαστος, dreifach gezogen, s. τροχαλία.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τρί-σπαστος, dreifach gezogen, s. τροχαλία.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τρίσπαστος — ον, Α 1. (για μηχανήματα καθέλκυσης πλοίων) διαρθρωμένος σε τρία τμήματα («τρίσπαστον ὄργανον» τριπλή τροχαλία, Ορειβ.) 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ τρίσπαστον ονομασία χειρουργικού εργαλείου. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + σπαστός (< σπάω / ῶ), πρβλ. τετρά… … Dictionary of Greek