- τρί-πηχυς
τρί-πηχυς, υ, drei Ellen lang; Hes. O. 425; εἴδωλον, Her. 1, 51; Eur. Cycl. 243; Xen. An. 4, 2, 28; Folgde; übh. sehr groß, sehr lang, Lob. Phryn. 549.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τρί-πηχυς, υ, drei Ellen lang; Hes. O. 425; εἴδωλον, Her. 1, 51; Eur. Cycl. 243; Xen. An. 4, 2, 28; Folgde; übh. sehr groß, sehr lang, Lob. Phryn. 549.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χιλιόπηχυς — υ, Α αυτός που έχει μήκος χιλίων πήχεων. [ΕΤΥΜΟΛ. < χιλι(ο) * + πῆχυς (πρβλ. δεκά πηχυς, τρί πηχυς)] … Dictionary of Greek
τρίπηχυς — υ, ΜΑ ο τρίπηχος (α. «τρίπηχυς ὕπερος», Ησίοδ. β. «κροκόδειλοι όσον τε τριπήχεες χερσαῑοι», Ηρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + πῆχυς (πρβλ. δίπηχυς)] … Dictionary of Greek
τρίπηχος — η, ο, Ν αυτός που έχει μήκος ή ύψος τριών πήχεων. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + πηχος (< πήχη/πήχυς), πρβλ. σαραντά πηχος] … Dictionary of Greek