- τρί-πατρος
τρί-πατρος, von drei Vätern gezeugt, Lycophr. 328.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τρί-πατρος, von drei Vätern gezeugt, Lycophr. 328.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τρίπατρος — ον, Α (για τον Ωρίωνα) αυτός που έχει τρεις πατέρες. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + πατρος (< πατήρ, πατρός), πρβλ. χρυσό πατρος] … Dictionary of Greek
χρυσόπατρος — ον, Α (ως προσωνυμία τού Περσέως) αυτός που γεννήθηκε από χρυσό πατέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + πατρος (< πατήρ*, πατρός), πρβλ. τρί πατρος] … Dictionary of Greek
τριπάτωρ — ορος, ὁ, ἡ, Α 1. (για την Τριτογένεια ή για τον Ωρίωνα) αυτός που έχει τρεις πατέρες 2. στον πληθ. οἱ τριπάτορες οι πρόπαπποι, οι πρώτοι αρχηγέτες («οἱ μὲν τοὺς πρώτους ἀρχηγέτας, οἱ δὲ τρίτους ἀπὸ τοῡ πατρός, ὅπερ ἐστὶ προπάππους», Ανέκδοτα… … Dictionary of Greek