- τρί-πωλος
τρί-πωλος, mit drei Pferden; ἅρμα, Eur. Andr. 276; D. Hal. 7, 73.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τρί-πωλος, mit drei Pferden; ἅρμα, Eur. Andr. 276; D. Hal. 7, 73.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τρίπωλος — ον, Α (για άρμα ή άλλο όχημα) αυτός που σύρεται από τρία άλογα («ἅρματα τρίπωλα», Δίον. Αλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + πῶλος (πρβλ. ἑξά πωλος)] … Dictionary of Greek