τρέφος

τρέφος

τρέφος, τό, = ϑρέμμα, Soph. frg. 166 bei Ath. X, 401 d, wofür Eust. βρέφος hat.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • τρέφος — neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρέφος — ους, τὸ, Α θρέμμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τρέφ τού τρέφω*, απ όπου τα σύνθ. σε τρεφής (πρβλ. ἀνεμο τρεφής, ἁπαλο τρεφής)] …   Dictionary of Greek

  • τρέφει — τρέφος neut nom/voc/acc dual (attic epic) τρέφεϊ , τρέφος neut dat sg (epic ionic) τρέφος neut dat sg τρέφω thicken pres ind mp 2nd sg τρέφω thicken pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αλιτρεφής — ἁλιτρεφής, ές (Α) αυτός που τρέφεται από τη θάλασσα ή που ζει στη θάλασσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλι * (< ἅλς) + τρεφής < ρ. τρέφω ή ουσ. τρέφος] …   Dictionary of Greek

  • θεοτρεφής — θεοτρεφής, ές (Α) αυτός που τρέφει τους θεούς («θεοτρεφὴς ἀμβροσίη»). [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + τρεφής (< τρέφος < τρέφω), πρβλ. αλι τρεφής, χθονο τρεφής] …   Dictionary of Greek

  • κηριτρεφής — κηριτρεφής, ές (Α) 1. αυτός που γεννήθηκε και ανατράφηκε σε αθλιότητα («ὑπὲρ κεφαλῆς κηριτρεφέων ἀνθρώπων», Ησίοδ.) 2. αυτός που φθείρει την υγεία, αυτός που θανατώνει. [ΕΤΥΜΟΛ. < κηρι (< κήρ [Ι]) + τρεφής (τρέφος < τρέφω), πρβλ. ανεμο… …   Dictionary of Greek

  • ολιγοτρεφής — ὀλιγοτρεφής, ές (ΑΜ) λιπόσαρκος, ισχνός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο) (βλ. λ. λιγο ) + τρεφής (< τρέφος < τρέφω), πρβλ. απαλο τρεφής] …   Dictionary of Greek

  • ορειτρεφής — ὀρειτρεφής, ές (Α) αυτός που τράφηκε ή ανατράφηκε στα όρη («ὀρειτρεφέος ποταμοῑο», Τρυφιόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὀρει (βλ. λ. όρος [II]) + τρεφής (< τρέφος < τρέφω), πρβλ. αλι τρεφής] …   Dictionary of Greek

  • πολυτρεφής — ές, ΜΑ πολυτραφής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + τρεφής (< τρέφος < τρέφω), πρβλ. απαλο τρεφής] …   Dictionary of Greek

  • πυριτρεφής — ές, ΜΑ αυτός που τράφηκε στη φωτιά ή από τη φωτιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι (βλ. λ. πυρ) + τρεφής (< τρέφος, το < τρέφω), πρβλ. ανεμο τρεφής, υδατο τρεφής] …   Dictionary of Greek

  • τεκνοτρεφής — ές, Μ το ουδ. ως ουσ. το τεκνοτρεφές ανατροφή παιδιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < τέκνον + τρεφής (< τρέφος < τρέφω), πρβλ. χθονο τρεφής] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”