τρέστης — trembler masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρέστης — ὁ, Α αυτός που τρέμει και φεύγει από φόβο, δειλός. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τρεσ τού τρέω* «τρέπομαι σε φυγή» + επίθημα της (πρβλ. δράσ της)] … Dictionary of Greek