- τράγειος
τράγειος, vom Bocke, ihm gehörig; ἡ τραγείη, sc. δορά, Bocksfell, Theocr. 5, 51, l. d.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τράγειος, vom Bocke, ihm gehörig; ἡ τραγείη, sc. δορά, Bocksfell, Theocr. 5, 51, l. d.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τράγειος — of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τράγειος — α, ο / τράγειος, εῑα, ον, ΝΜΑ, και τράγιος, (ί)α, ον ΝΜ, και τράγεος, έα, ον και ιων. τ. θηλ. τραγείη και τ. ουδ. τραγεῖον, Α [τράγος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε τράγο ή προέρχεται από τράγο, τραγήσιος (α. «τράγιο κρέας» β. «τῶν κρεῶν τὰ … Dictionary of Greek
τραγείων — τράγειος of fem gen pl τράγειος of masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τράγειον — τράγειος of masc acc sg τράγειος of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τραγείη — τράγειος of fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τραγείου — τράγειος of masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τραγείῳ — τράγειος of masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τράγεια — τράγειος of neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τραγείας — τραγείᾱς , τράγειος of fem acc pl τραγείᾱς , τράγειος of fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τράγεος — έα, ον, Α βλ. τράγειος … Dictionary of Greek
τράγινος — η, ον, Α τραγήσιος, τράγειος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τράγος + κατάλ. ινος (πρβλ. λίθ ινος)] … Dictionary of Greek