- τράχυσμα
τράχυσμα, τό, Rauhigkeit, Härte, Ath. XI, 475 b.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τράχυσμα, τό, Rauhigkeit, Härte, Ath. XI, 475 b.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τράχυσμα — το, ΝΑ, και ιων. τ. τρήχυσμα Α [τραχύνω] νεοελλ. ανατ. τραχιά επιφάνεια οστού πάνω στην οποία προσφύονται μύες αρχ. τραχύτητα τού δέρματος … Dictionary of Greek
τραχύσμασι — τράχυσμα a roughness neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τραχύσματα — τράχυσμα a roughness neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρήχυσμα — ύσματος, τὸ, Α ιων. τ. βλ. τράχυσμα … Dictionary of Greek