τρομ-ώδης

τρομ-ώδης

τρομ-ώδης, ες, zitternd, erschrocken, Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • θαλλινώδης — θαλλινώδης, ῶδες (Α) (για τον Δούρειο ἱππο) ο καλυμμένος με θαλλούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < θάλλινος + κατάλ. ώδης, πρβλ. ευ ώδης, τρομ ώδης] …   Dictionary of Greek

  • καμπυλώδης — καμπυλώδης, ες (Μ) (για τα φρύδια) καμπυλοειδής, καμαρωτός, αμυγδαλωτός. [ΕΤΥΜΟΛ. < καμπύλος + κατάλ. ώδης (πρβλ. ζοφ ώδης, τρομ ώδης)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”