- τρηματίζω
τρηματίζω, Würfel spielen, auf die Löcher oder Punkte der Würfel Geld setzen, Poll. 9, 96.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τρηματίζω, Würfel spielen, auf die Löcher oder Punkte der Würfel Geld setzen, Poll. 9, 96.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τρηματίζω — Α [τρῆμα, ατος] καταθέτω χρηματικό ποσό για καθένα από τα τρήματα τών ζαριών με το οποίο παίζω («ὅ τε τρόπος δεδήλωται τῆς κυβείας καὶ προσείρηται ὅτι εἴη τὸ τρῆμα μνααῑον, ὡς μνᾱν αὐτῶν ἐπιδιατεθειμένων ἑκάστῳ κύβῳ. Παρὰ δὲ τοῑς Δωριεῡσιν οἱ… … Dictionary of Greek
τρηματιζόντεσσι — τρηματίζω bet on the pips of dice pres part act masc/neut dat pl (epic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρηματίζειν — τρηματίζω bet on the pips of dice pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρηματίζοντας — τρηματίζω bet on the pips of dice pres part act masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρηματίκτας — ὁ, Α [τρηματίζω] τρηματίτης* … Dictionary of Greek