- τροχίλια
τροχίλια, τά, = Vorigem, Plat. Rep. III, 397 a, ψόφους ἀξόνων καὶ τροχιλίων, wenn nicht auch hier τροχιλιῶν zu schreiben ist.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τροχίλια, τά, = Vorigem, Plat. Rep. III, 397 a, ψόφους ἀξόνων καὶ τροχιλίων, wenn nicht auch hier τροχιλιῶν zu schreiben ist.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τροχιλία — τροχιλίᾱ , τροχιλία block and tackle equipment fem nom/voc/acc dual τροχιλίᾱ , τροχιλία block and tackle equipment fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τροχιλία — η, ΝΜΑ βλ. τροχαλία … Dictionary of Greek
τροχιλίας — τροχιλίᾱς , τροχιλία block and tackle equipment fem acc pl τροχιλίᾱς , τροχιλία block and tackle equipment fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τροχιλίαι — τροχιλία block and tackle equipment fem nom/voc pl τροχιλίᾱͅ , τροχιλία block and tackle equipment fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τροχιλίαν — τροχιλίᾱν , τροχιλία block and tackle equipment fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τροχιλιῶν — τροχιλία block and tackle equipment fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τροχιλίαις — τροχιλία block and tackle equipment fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τροχιλίαισι — τροχιλία block and tackle equipment fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τροχιλίης — τροχιλία block and tackle equipment fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τροχαλία — Απλή μηχανή η οποία αποτελείται από ένα δίσκο, που στρέφεται γύρω από έναν άξονα ο οποίος διέρχεται από το κέντρο του. Στην εξωτερική περιφέρεια της τ. υπάρχει αύλακα, στην οποία προσαρμόζεται το σχοινί ή γενικά ένα όργανο έλξης. Η τ. χρησιμεύει… … Dictionary of Greek
τροχιλιακός — ή, ό, Ν [τροχιλία] 1. ανατ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην τροχιλία 2. φρ. α) «τροχιλιακός βόθρος» ανατ. βόθρος στο άνω τοίχωμα τού οφθαλμικού κόγχου όπου προσφύεται η τροχιλία β) «τροχιλιακό νεύρο» ανατ. κινητικό εγκεφαλικό νεύρο στην… … Dictionary of Greek