- τροχίασμα
τροχίασμα, τό, = τροχός, das Räderwerk, Mathem. vett.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τροχίασμα, τό, = τροχός, das Räderwerk, Mathem. vett.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τροχίασμα — wheel work neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τροχίασμα — άσματος, τὸ, ΝΑ [τροχιάζω] νεοελλ. αστρον. το σύνολο τών οδοντωτών τροχών εκκρεμούς χρονομέτρου ή ισημερινού τηλεσκοπίου που λειτουργεί ως ρολόγι, με τη βοήθεια τού οποίου μεταδίδεται η κίνηση από τον κινητήρα στους δέκτες ή στο τηλεσκόπιο για… … Dictionary of Greek