- τροχ-ηλασία
τροχ-ηλασία, ἡ, das Wagenlenken, Fahren, überh. Bewegung, Hippocr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τροχ-ηλασία, ἡ, das Wagenlenken, Fahren, überh. Bewegung, Hippocr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κρικηλασία — η (Α κρικηλασία) είδος παιδικού παιχνιδιού, το τσέρκι, το στεφάνι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρίκος + ηλασία (< ηλάτης < ἐλαύνω. Το η τού τ. οφείλεται στον νόμο τής «εκτάσεως εν συνθέσει» (πρβλ. κωπ ηλασία, τροχ ηλασία)] … Dictionary of Greek