τροχο-πέδη

τροχο-πέδη

τροχο-πέδη, , Radhemme, Hemmschuh an den Rädern, sonst ἐποχλεύς, Herod. Attic. bei Ath. III, 99 c.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • λαιμοπέδη — λαιμοπέδη, δωρ. τ. λαιμοπέδα, ἡ (Α) 1. το λουρί που μπαίνει γύρω από τον λαιμό σκύλου, ο κλοιός 2. βρόχος, παγίδα για σύλληψη πτηνών. [ΕΤΥΜΟΛ. < λαιμός + πέδη / πέδα (δωρ. τ.) «δεσμός», πρβλ. τροχο πέδη, χειρο πέδη] …   Dictionary of Greek

  • μηχανοπέδη — η φρένο μηχανών το οποίο χρησιμοποιείται ιδίως στους σιδηροδρόμους και τροχιοδρόμους και λειτουργεί με πεπιεσμένο αέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μηχανή + πέδη «φρένο, δεσμός» (πρβλ. γλωσσο πέδη, τροχο πέδη)] …   Dictionary of Greek

  • μοχλοπέδη — η πέδη η οποία λειτουργεί με μοχλό. [ΕΤΥΜΟΛ. < μοχλός + πέδη (πρβλ. τροχο πέδη). Η λ. μαρτυρείται από το 1858 στο Ναυτικόν Ονοματολόγιον] …   Dictionary of Greek

  • νηοπέδη — νηοπέδη, ἡ (Μ) 1. καραβόσχοινο 2. άγκυρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ναῦς, νηός «πλοίο» + πέδη «δεσμός» (πρβλ. τροχο πέδη, χειρο πέδη)] …   Dictionary of Greek

  • χρυσοπέδη — ἡ, Μ χρυσή πέδη. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + πέδη «δεσμός» (πρβλ. τροχο πέδη)] …   Dictionary of Greek

  • ξυλοπέδη — ξυλοπέδη, ἡ (ΑΜ) ξύλινος ποδόδεσμος με τον οποίο έδεναν και ακινητοποιούσαν τα πόδια τών καταδίκων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλον + πέδη «δεσμός» (πρβλ. τροχο πέδη)] …   Dictionary of Greek

  • οιοπέδη — οἰοπέδη, ἡ (Α) είδος μάλλινου επιδέσμου που χρησιμοποιούνταν, κυρίως, για τα τραύματα τών ποδιών. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < ὄις / οἶς, οἰός «πρόβατο» + πέδη «δεσμός» (πρβλ. τροχο πέδη)] …   Dictionary of Greek

  • ορνιθοπέδη — ὀρνιθοπέδη, ἡ (Μ) παγίδα πουλιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄρνις , ιθος + πέδη «δεσμός» (πρβλ. τροχο πέδη] …   Dictionary of Greek

  • ορχιπέδη — ὀρχιπέδη, ἡ (Α) γενετήσια αδυναμία, ανικανότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄρχις (II) + πέδη «δεσμός» (πρβλ. τροχο πέδη)] …   Dictionary of Greek

  • σαρκοπέδη — ἡ, Α δεσμός τής σάρκας τού σώματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σάρξ, σαρκός + πέδη «δεσμός» (πρβλ. τροχο πέδη)] …   Dictionary of Greek

  • σιδηροπέδη — η, ΝΜ σιδερένια δεσμά. [ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο * + πέδη «δεσμός» (πρβλ. τροχο πέδη)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”