τροχαλία

τροχαλία

τροχαλία, , ein runder Körper, der sich zwischen zwei festen Punkten um seine Achse dreht, Cylinder, Walze, Haspel, Winde, vermittelst eines darumgeschlungenen Seils Lasten zu heben, Wasser aus dem Brunnen zu holen u. dgl., Poll. 10, 31; τροχαλία τρίσπαστος, von drei Rollen, u. πολύσπαστος, ein Flaschenzug von mehrern Rollen. – Man findet auch τροχιλία, τροχιλαία, τροχηλία u. τροχηλέα geschrieben.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • τροχαλία — Απλή μηχανή η οποία αποτελείται από ένα δίσκο, που στρέφεται γύρω από έναν άξονα ο οποίος διέρχεται από το κέντρο του. Στην εξωτερική περιφέρεια της τ. υπάρχει αύλακα, στην οποία προσαρμόζεται το σχοινί ή γενικά ένα όργανο έλξης. Η τ. χρησιμεύει… …   Dictionary of Greek

  • τροχαλία — η 1. τροχός με λεία ή αυλακωτή στεφάνη προσαρμοσμένος σε άξονα, του οποίου την περιστροφική κίνηση μεταδίδει με ιμάντα σε άλλο τροχό. 2. μηχανικό σύστημα με τέτοιους τροχούς για μετάδοση κίνησης. 3. τρόχιλος (βλ. λ.). 4. ανατομική διάρθρωση, όπου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ιμάντας — Όργανο σε σχήμα ατέρμονης ταινίας, το οποίο χρησιμοποιείται για να μεταδίδει την περιστροφική κίνηση από έναν άξονα σε έναν άλλο. Για τον σκοπό αυτό, o ι. αναπτύσσει τριβή πάνω σε τροχαλίες που συνδέονται σταθερά με τους άξονες. Η κινητήρια… …   Dictionary of Greek

  • παλάγκο — Αναρτώμενη ανυψωτική διάταξη που κινείται μηχανικά ή με το χέρι. Υπάρχουν στάσιμα και κινητά π. αναρτημένα σε ειδικά φορεία, που μετακινούνται σε εναέρια γραμμή. Το π. που κινείται με το χέρι αποτελείται από κορμό, στον οποίο βρίσκεται ο… …   Dictionary of Greek

  • αλιεία — Πλουτοπαραγωγικός πόρος μιας χώρας που προέρχεται από τη συλλογή και την εμπορία ψαριών. Δραστηριότητα του ανθρώπου που αποβλέπει στη θήρα ψαριών και άλλων ειδών που ζουν μέσα στα νερά. Η δραστηριότητα αυτή είναι πανάρχαια –μόνη προγενέστερή της… …   Dictionary of Greek

  • ανελκυστήρας — Συσκευή για την κατακόρυφη μεταφορά ατόμων. Ορισμένα κείμενα Λατίνων συγγραφέων οδηγούν στην υπόθεση ότι οι πρώτοι υποτυπώδεις α. ανάγονται στον 1ο αι. μ.Χ. Η λειτουργία των εγκαταστάσεων αυτών προϋπέθετε φυσικά ανθρώπινη ή ζωική έλξη. Μόνο στις… …   Dictionary of Greek

  • τροχαλίας — ο, Ν η τροχαλία. [ΕΤΥΜΟΛ. < τροχαλία με αλλαγή γένους] …   Dictionary of Greek

  • ακροσύρτης — Σύστημα για την ανύψωση και μετατόπιση φορτίων. Χρησιμοποιείται κυρίως από τους ναυτικούς για τη φόρτωση των πλοίων. Λέγεται και καβοσύρτης. Πρόκειται για ειδικό πολύσπαστο, του οποίου η κινητή τροχαλία συνδέεται με την οδηγό τροχαλία ενός άλλου… …   Dictionary of Greek

  • σχοινοσιδηρόδρομος — Λέγεται και σχοινόδρομος. Σύστημα εναέριου σιδηρόδρομου για τη μεταφορά ατόμων. Η σιδηροτροχιά του σ. αποτελείται από δύο ατσάλινα σύρματα, ένα για την άνοδο κι ένα για την κάθοδο. Τα οχήματα είναι καμπίνες κατασκευασμένες από ξύλο ή από μέταλλο… …   Dictionary of Greek

  • Communist Party of Greece — Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας Kommounistikó Kómma Elládas Communist Party of Greece Leader …   Wikipedia

  • Гирокастра — Эта статья или раздел нуждается в переработке. Пожалуйста, улучшите статью в соответствии с правилами написания статей …   Википедия

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”