τροχαντήρ — trochanter masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τροχαντήρ — ῆρος, ὁ, Α βλ. τροχαντήρας … Dictionary of Greek
τροχαντῆρα — τροχαντήρ trochanter masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τροχαντῆρας — τροχαντήρ trochanter masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τροχαντῆρες — τροχαντήρ trochanter masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τροχαντῆρι — τροχαντήρ trochanter masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τροχαντῆρος — τροχαντήρ trochanter masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τροχαντήρων — τροχαντήρ trochanter masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
trocánter — (Del gr. trokhanter.) ► sustantivo masculino 1 ANATOMÍA Prominencia que tienen en su extremidad algunos huesos largos, en especial la del fémur. 2 ZOOLOGÍA Segunda de las cinco piezas de que constan las patas de los insectos. * * * trocánter (del … Enciclopedia Universal
τρεχαντήρι — το, Ν ναυτ. ταχύ και οξύπρυμνο ιστιοφόρο ή μηχανοκίνητο μικρό πλοίο για κλειστές θάλασσες, κατάλληλο για τη μεταφορά φορτίων ή την εξυπηρέτηση μικρών ακτοπλοϊκών γραμμών, με χαρακτηριστική ιδιότητα την ευστάθεια κατά την τρικυμία και την αντοχή… … Dictionary of Greek
τροχαντήρας — ο / τροχαντήρ, ήρος, ΝΑ ανατ. ονομασία δύο υποστρόγγυλων ογκωμάτων τού μηριαίου οστού στο σημείο ένωσης τού αυχένα με το σώμα τού μηρού νεοελλ. 1. ζωολ. α) καθεμία από τις αποφύσεις στο ανώτερο άκρο του μηριαίου οστού τών σπονδυλοζώων οι οποίες… … Dictionary of Greek