τροχιλία

τροχιλία

τροχιλία, , Rolle, Haspel, Winde, wie τροχαλία, τὴν δ' ἐκ τροχιλίας αὖ κατειλυσπωμένην Ar. Lys. 722; vgl. Ath. XIII, 587 f, τοσαῦτ' εἰπὼν μετά τινος τροχιλίας, wie wir »abhaspeln« sagen.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • τροχιλία — τροχιλίᾱ , τροχιλία block and tackle equipment fem nom/voc/acc dual τροχιλίᾱ , τροχιλία block and tackle equipment fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τροχιλία — η, ΝΜΑ βλ. τροχαλία …   Dictionary of Greek

  • τροχιλίας — τροχιλίᾱς , τροχιλία block and tackle equipment fem acc pl τροχιλίᾱς , τροχιλία block and tackle equipment fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τροχιλίαι — τροχιλία block and tackle equipment fem nom/voc pl τροχιλίᾱͅ , τροχιλία block and tackle equipment fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τροχιλίαν — τροχιλίᾱν , τροχιλία block and tackle equipment fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τροχιλιῶν — τροχιλία block and tackle equipment fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τροχιλίαις — τροχιλία block and tackle equipment fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τροχιλίαισι — τροχιλία block and tackle equipment fem dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τροχιλίης — τροχιλία block and tackle equipment fem gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τροχαλία — Απλή μηχανή η οποία αποτελείται από ένα δίσκο, που στρέφεται γύρω από έναν άξονα ο οποίος διέρχεται από το κέντρο του. Στην εξωτερική περιφέρεια της τ. υπάρχει αύλακα, στην οποία προσαρμόζεται το σχοινί ή γενικά ένα όργανο έλξης. Η τ. χρησιμεύει… …   Dictionary of Greek

  • τροχιλιακός — ή, ό, Ν [τροχιλία] 1. ανατ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην τροχιλία 2. φρ. α) «τροχιλιακός βόθρος» ανατ. βόθρος στο άνω τοίχωμα τού οφθαλμικού κόγχου όπου προσφύεται η τροχιλία β) «τροχιλιακό νεύρο» ανατ. κινητικό εγκεφαλικό νεύρο στην… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”