τροφάλιον, τό, = Folgdm, τυροῦ Alexis bei Ath. XII, 516 e.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τροφάλια — τροφάλιον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τροφάλι — το / τροφάλιον, ΝΑ [τροφαλίς] χλωρό, νωπό τυρί … Dictionary of Greek