- τροφόεις
τροφόεις, εσσα, εν, dick, groß, κύματα τροφόεντα, Od. 3, 290 Il. 15, 621. Vgl. τρόφις.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τροφόεις, εσσα, εν, dick, groß, κύματα τροφόεντα, Od. 3, 290 Il. 15, 621. Vgl. τρόφις.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τροφόεις — εσσα, εν, Α 1. καλοθρεμμένος, ευτραφής 2. συμπαγής ή μεγάλος («κύματά τε τροφόεντα», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τροφή / τροφός + κατάλ. όεις*] … Dictionary of Greek
τροφόεν — τροφόεις well fed masc voc sg τροφόεις well fed neut nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τροφόεντα — τροφόεις well fed neut nom/voc/acc pl τροφόεις well fed masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-όεις — όεσσα, όεν (Α όεις, όεσσα, όεν) παραγωγική κατάληξη πολλών επιθέτων τής οποίας αρχική μορφή θεωρείται η εις, εσσα, εν, που σχητίστηκε από ουσ. με επίθημα Fεντ (< IE * went , πρβλ. αρχ. ινδ. και αβεστ. vant : rupa vant «όμορφος» < rupa… … Dictionary of Greek