- τροπίζω
τροπίζω, mit einem Kiel versehen, ναῦς ἱκανῶς τετροπισμένη Hippocr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τροπίζω, mit einem Kiel versehen, ναῦς ἱκανῶς τετροπισμένη Hippocr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τροπίζω — furnish with a keel pres subj act 1st sg τροπίζω furnish with a keel pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τροπίζω — ΝΑ [τρόπις / ιδα] νεοελλ. ναυτ. (σχετικά με ιστιοφόρο) τοποθετώ σε πλάγια θέση ώσπου να φτάσει η τρόπιδα στην επιφάνεια τού νερού, προκειμένου να καθαρίσω τα ύφαλα αρχ. (σχετικά με πλοίο) τοποθετώ τρόπιδα … Dictionary of Greek
τετροπισμένην — τροπίζω furnish with a keel perf part mp fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρενάρω — [καρένα] (για πλοία) τροπίζω*, γέρνω το ιστιοφόρο πλοίο για να καθαρίσω τα ύφαλά του … Dictionary of Greek
τροπισμός — Φαινόμενο κατά το οποίο τα φυτά και τα όργανά τους, με την κατευθυντήρια επίδραση εξωτερικών ερεθισμών, κυρτώνονται, ώστε το φυτικό σώμα να προσανατολίζεται σύμφωνα με την κατεύθυνση προς την οποία εκδηλώνεται το ερέθισμα (θετικός τ.) ή αντίθετα… … Dictionary of Greek
τροπιστήριο — το, Ν ναυτ. σχάρα στην οποία τροπίζονται τα μικρά ιστιοφόρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τροπίζω + επίθημα τήριο (πρβλ. καθαρισ τήριο). Η λ., στον λόγιο τ. τροπιστήριον, μαρτυρείται από το 1858 στο Ονοματολόγιον Ναυτικόν] … Dictionary of Greek