τροπαι-οῦχος

τροπαι-οῦχος

τροπαι-οῦχος, Siegeszeichen habend, bekommend, Polem. 1, 41; ϑεοί, die Götter, denen man Siegeszeichen weiht, Ζεύς Arist. de mund. 7; Iupiter feretrius, D. Hal. 2, 34; Poll. 1, 24.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • -ούχος — (ΑΜ οῡχος) μορφή στην οποία απαντά το ρ. έχω ως β συνθετικό < οοχος με συναίρεση από ονόματα με θεμ. φωνήεν ο (πρβλ. τροπαι ούχος < τρόπαιον, κληρ ούχος < κλήρος, γαλακτ ούχος < γάλα, ακτος). Τα σύνθ. σε ούχος σημαίνουν τον κάτοχο… …   Dictionary of Greek

  • κρηνούχος — κρηνοῡχος, ον (Α) (για τον Ποσειδώνα) προστάτης τών κρηνών. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρήνη + κατάλ. οῦχος (< ἔχω), πρβλ. πολι ούχος, τροπαι ούχος] …   Dictionary of Greek

  • λεοντούχος — λεοντοῡχος, ον (Α) αυτός που έχει λιοντάρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεοντ(ο) * + οῦχος (< ἔχω), πρβλ. κλειδ ούχος, τροπαι ούχος] …   Dictionary of Greek

  • καπνούχος — καπνοῡχος, ὁ (Α) η καπνοδόκη*. [ΕΤΥΜΟΛ. < καπνός + οῦχος (< ἔχω), πρβλ. πολ ιούχος, τροπαι ούχος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”