- τροπαιο-φόρος
τροπαιο-φόρος, Siegeszeichen tragend, bringend, siegbringend; Κύπρις Agath. 8 (V, 294); Πάν Ep. ad. 264 (Plan. 259); λίϑος Parmen. 6 (Plan. 222); Plut. Rom. 16.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τροπαιο-φόρος, Siegeszeichen tragend, bringend, siegbringend; Κύπρις Agath. 8 (V, 294); Πάν Ep. ad. 264 (Plan. 259); λίϑος Parmen. 6 (Plan. 222); Plut. Rom. 16.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κοιλιοφορώς — κοιλιοφορῶς (Α) επίρρ. (για τη Θεοτόκο) μεταφέροντας στην κοιλιά, μέσα στην κοιλιά («ἡ τὴν ἀστραπήν ἔνδον κοιλιοφορῶς βαστάσασα», Επιφάν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο *κοιλιο φόρος < κοιλ ία + φόρος (< φόρος < φέρω), πρβλ. στεφανη φόρος,… … Dictionary of Greek
ηλεκτροφόρος — α, ο (Μ ἠλεκτροφόρος, ον) νεοελλ. 1. αυτός που φέρει ηλεκτρισμό, ο αγωγός τού ηλεκτρισμού («ηλεκτροφόρο σύρμα») 2. αυτός που παράγει ηλεκτρισμό («ηλεκτροφόρα μηχανή») 3. το ουδ. ως ουσ. το ηλεκτροφόρο όργανο που επιτρέπει την παραγωγή μικρών… … Dictionary of Greek
θαλλοφόρος — ο (Α θαλλοφόρος, ον) αυτός που κρατά στο χέρι θαλλό αρχ. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ θαλλοφόροι αυτοί που κρατούσαν θαλλούς ελιάς κατά την εορτή τών Παναθηναίων. [ΕΤΥΜΟΛ. < θαλλός + φορος (< φέρω), πρβλ. θανατη φόρος, τροπαιο φόρος] … Dictionary of Greek
θυοφόρος — θυοφόρος, ὁ (Α) ο κληρικός που θύμιαζε κατά τις εκκλησιαστικές τελετές. [ΕΤΥΜΟΛ. < θύος + φόρος (< φέρω), πρβλ. κερδο φόρος, τροπαιο φόρος] … Dictionary of Greek
θυρσοφόρος — θυρσοφόρος, ον (Α) αυτός που κρατά θύρσο («Βάκχαι τε θυρσοφόροι», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θύρσος + φόρος (< φέρω), πρβλ. σημαιο φόρος, τροπαιο φόρος] … Dictionary of Greek
ιουλοφόρος — ο (Α ἰουλοφόρος, ον) αυτός που έχει χνούδι, χνουδωτός, τριχωτός νεοελλ. βοτ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ιουλοφόρα φυτά τών οποίων οι ταξιανθίες μοιάζουν με ιούλους, δηλ. είναι βοτρυώδεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἴουλος + φόρος (< φέρω), πρβλ. τροπαιο… … Dictionary of Greek
ιστοφόρος — ἱστοφόρος, ον (Α) (για σκάφος) αυτός που φέρει ιστό, που φέρει κατάρτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱστός + φόρος (< φέρω), πρβλ. αγγελια φόρος, τροπαιο φόρος] … Dictionary of Greek
καλαμηφόρος — και καλαμοφόρος, ον (Α) αυτός που κρατά κάλαμο ως σύμβολο στασιαστή. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάλαμος (ο τ. καλάμη χρησιμοποιείται για μετρικούς λόγους) + φόρος (< φόρος < φέρω), πρβλ. ζωφόρος, τροπαιο φόρος] … Dictionary of Greek
κλιβανοφόρος — και κριβανοφόρος, ὁ (Μ) (για στρατιώτες) βαριά οπλισμένος, θωρακοφόρος, σιδηρόφρακτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλίβανον ή κρίβανον «θώρακας» + φόρος (< φέρω), πρβλ. ασπιδο φόρος, τροπαιο φόρος] … Dictionary of Greek
τροποφορώ — έω, Α υπομένω τους τρόπους, τη συμπεριφορά κάποιου. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρόπος + φορῶ (< φόρος*), πρβλ. τροπαιο φορῶ] … Dictionary of Greek
τροφοφορώ — έω, Α 1. φέρνω τροφή σε κάποιον 2. (κατ επέκτ.) ανατρέφω, συντηρώ κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < τροφή + φορῶ (< φόρος*), πρβλ. τροπαιο φορῶ] … Dictionary of Greek