τροπεῖον

τροπεῖον

τροπεῖον, τό, s. τροπήϊον.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • τροπήϊον — τὸ, Α ιων. τ. πιεστήριο. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για τον ίων. τ. ενός αμάρτυρου *τροπεῖον, σχηματισμένο από την ετεροιωμένη βαθμίδα τροπ τής ρίζας *trep τού ρ. τραπῶ «πατώ σταφύλια» (βλ. και λ. τραπῶ) με επίθημα εῖον (πρβλ. σχολ εῖον)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”