- τροπωτήρ
τροπωτήρ, ῆρος, ὁ, 1) = τροπός; Ar. Ach. 523; Thuc. 2, 93; Sp., wie Luc. D. Mort. 4, 1. – 2) statt τροφωτήρ, der Nährer od. Stärker, φλεβός Xenarch. bei Ath. II, 64 a.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τροπωτήρ, ῆρος, ὁ, 1) = τροπός; Ar. Ach. 523; Thuc. 2, 93; Sp., wie Luc. D. Mort. 4, 1. – 2) statt τροφωτήρ, der Nährer od. Stärker, φλεβός Xenarch. bei Ath. II, 64 a.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τροπωτήρ — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τροπωτῆρα — τροπωτήρ masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τροπωτῆρας — τροπωτήρ masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τροπωτῆρες — τροπωτήρ masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τροπωτῆρι — τροπωτήρ masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τροπωτῆρος — τροπωτήρ masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τροπωτῆρσι — τροπωτήρ masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τροπωτῆρσιν — τροπωτήρ masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τροπωτήρων — τροπωτήρ masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κωπητήρας — ο (Α κωπητήρ, ῆρος) σκαλμός νεοελλ. η κουπαστή. [ΕΤΥΜΟΛ. < κώπη + επίθημα τήρ, κατά το τροπωτήρ «σκαλμός»] … Dictionary of Greek
τροπωτήρα — η, Ν ναυτ. ο τροπωτήρας. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού τροπωτήρ(ας), κατά τα θηλ.] … Dictionary of Greek