- τραγηματισμός
τραγηματισμός, ὁ, das Essen von allerlei Naschwerk, Arist. bei Ath. XIV, 641 e.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τραγηματισμός, ὁ, das Essen von allerlei Naschwerk, Arist. bei Ath. XIV, 641 e.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τραγηματισμός — eating of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τραγηματισμός — ὁ, Α [τραγηματίζω] το να τρώει κανείς τραγήματα … Dictionary of Greek