- τραγαλίζω
τραγαλίζω, = λαγαρίζομαι, mit diesem verbunden, Ar. Vesp. 674.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τραγαλίζω, = λαγαρίζομαι, mit diesem verbunden, Ar. Vesp. 674.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τραγαλίζω — Α τρώω. [ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός ενεστ. σχηματισμένος < θ. τραγ τού τρώγω* (πρβλ. απρμφ. αορ. τραγεῖν) με υγρό ένθημα αλ (πρβλ. τρωγ άλ ιον)] … Dictionary of Greek
τραγαλίζοντα — τραγαλίζω pres part act neut nom/voc/acc pl τραγαλίζω pres part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τραγαλιζομένους — τραγαλίζω pres part mp masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τραγαλίζειν — τραγαλίζω pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐστραγάλιζον — εἰσ τραγαλίζω imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) εἰσ τραγαλίζω imperf ind act 1st sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τραγαλισμός — ὁ, Μ [τραγαλίζω] αἶκλον* … Dictionary of Greek