τραγό-πους

τραγό-πους

τραγό-πους, οδος, bocksfüßig, Ep. ad. 315 (Plan. 262).


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • χελωνόπους — ουν, Μ αυτός που κινείται αργά σαν τη χελώνα («χελωνόπους ὄνος», Θεοδόσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < χελώνη + πους (< πούς, ποδός), πρβλ. καρκινό πους, τραγό πους] …   Dictionary of Greek

  • χηλόπους — ουν, Α (για τον Πάνα) αυτός που έχει πόδια με χηλές, σαν τού τράγου. [ΕΤΥΜΟΛ. < χηλή + πους (< πούς, ποδός), πρβλ. τραγό πους, χαλκό πους] …   Dictionary of Greek

  • χηνόπους — όποδος, ο, ΝΑ, και τ. θηλ. χηνόπους, ἡ, Α νεοελλ. γένος προσωβράγχιων γαστερόποδων μαλακίων αρχ. 1. (κωμική λ. για γυναίκα) αυτή που έχει πόδια χήνας, που περπατάει σαν χήνα 2. (το αρσ.) ονομασία φυτού. [ΕΤΥΜΟΛ. < χήν, χηνός + πους (< πούς …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”