τρακτός

τρακτός

τρακτός, ὁ, κηρός, weißes, gebleichtes Wachs, Paul. Aeg.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • τρακτός — ή, όν, ΜΑ, τ. ουδ. ως ουσ. τράκτον, τὸ, Α μσν. αυτός που έχει ασπρίσει από το συχνό πλύσιμο, ασπρισμένος («τρακτὸς κηρός», Παύλ. Αιγ.) αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ τρακτόν και τράκτον ζύμη κατάλληλη για την παρασκευή ζυμαρικών. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ.… …   Dictionary of Greek

  • Colus —    • Colus,          ηλακάτη, прялка для шерсти, т. е. валик, обыкновенно сделанный из тростника, вокруг которого укреплялась чесаная, назначенная для пряжи, шерсть (τολύπη, mollis lana, tractus). Пряха брала левой рукой прялку, а правой… …   Реальный словарь классических древностей

  • τράκτωμα — ώματος, τό, Μ είδος εμπλάστρου από λευκό κερί, ρητίνη, αβγά και λιβάνι. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρακτός + κατάλ. ωμα (πρβλ. πέπλ ωμα: πέπλος, πλεύρ ωμα: πλευρά)] …   Dictionary of Greek

  • τρακταΐζω — Μ 1. λευκαίνω 2. εξετάζω κάτι με το χέρι, ψηλαφώ 3. μτφ. εξετάζω μια υπόθεση, ερευνώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. με τη σημ. «λευκαίνω» < τρακτός*, ενώ με τη σημ. «χειρίζομαι, ψηλαφώ» < λατ. tracto «μεταχειρίζομαι, ψηλαφώ»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”