- πρηστήριος
πρηστήριος, brennend, lodernd, adv., Dion. Areop. 25.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πρηστήριος, brennend, lodernd, adv., Dion. Areop. 25.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πρηστήριος — ον, ΜΑ [πρηστήρ] αυτός που καίει ή αστράφτει σαν τον κεραυνό. επίρρ... πρηστηρίως Α με καύση … Dictionary of Greek
πρηστηριώδης — ῶδες, Μ [πρηστήριος] αυτός που συνοδεύεται από κεραυνό («πρηστηριώδης ἀστραπή», Γερ. Κων/πόλεως) … Dictionary of Greek