- τριᾱκοντά-ζυγος
τριᾱκοντά-ζυγος, mit, von dreißig Ruderbänken, Theocr. 13, 74.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τριᾱκοντά-ζυγος, mit, von dreißig Ruderbänken, Theocr. 13, 74.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τριακοντάζυγος — και τριακοντόζυγος, ον, Α αυτός που έχει τριάντα καθίσματα κωπηλατών. [ΕΤΥΜΟΛ. < τριάκοντα + ζυγός] … Dictionary of Greek