- τριᾱκοντούτης
τριᾱκοντούτης, ες, dreißigjährig; αἱ τριακοντούτεις σπονδαί, Thuc. 1, 23. 115. 2, 2. Vgl. τριακονταέτης u. τριακοντοῦτις.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τριᾱκοντούτης, ες, dreißigjährig; αἱ τριακοντούτεις σπονδαί, Thuc. 1, 23. 115. 2, 2. Vgl. τριακονταέτης u. τριακοντοῦτις.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τριακοντούτης — ες / τριακοντούτης, οῡτες, ΝΜΑ, και λόγιος τ. θηλ. τριακοντούτις Ν, και τριακονταέτηρος, ον, Μ, και τ. θηλ. τριακοντοῦτις, ούτιδος, Α ο τριακονταετής. [ΕΤΥΜΟΛ. < τριακοντοέτης < τριάκοντα + ετης (< ἔτος), με συναίρεση τού ληκτικού… … Dictionary of Greek
τριακοντούτης — τριᾱκοντούτης , τριακονταετής masc/fem acc pl (attic epic doric) τριᾱκοντούτης , τριακονταετής masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) τριᾱκοντούτης , τριακονταετής masc/fem nom sg τριᾱκοντούτης , τριακονταετής nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έτος — Χρονικό διάστημα το οποίο χρειάζεται η Γη για να συμπληρώσει μία περιφορά γύρω από τον Ήλιο. Κατά το διάστημα αυτής της περιφοράς, η Γη εκτελεί 366 ολόκληρες περιστροφές –και ένα μέρος– γύρω στον άξονά της. Αν λάβουμε υπόψη τις διαδοχικές… … Dictionary of Greek
τριακονταέτηρος — ον, Μ βλ. τριακοντούτης … Dictionary of Greek
τριακοντούτις — ιδος, ἡ, / τριακοντοῡτις, ΝΑ βλ. τριακοντούτης … Dictionary of Greek