- τριᾱκοντα-μόριον
τριᾱκοντα-μόριον, τό, ein Dreißigtheilchen (?).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τριᾱκοντα-μόριον, τό, ein Dreißigtheilchen (?).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τριακονταμόριον — τὸ, Α το ένα τριακοστό μέρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τριάκοντα + μόριον (πρβλ. τεταρτη μόριον)] … Dictionary of Greek