- τριᾱκοσταῖος
τριᾱκοσταῖος, 1) am dreißigsten Tage. – 2) dreißig Tage alt, παιδίον, Phylarch. bei Ath. XIII, 606 e; Cram. Anecd. I p. 639.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τριᾱκοσταῖος, 1) am dreißigsten Tage. – 2) dreißig Tage alt, παιδίον, Phylarch. bei Ath. XIII, 606 e; Cram. Anecd. I p. 639.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τριακοσταίος — και ιων. τ. τριηκοσταῑος, αία, ον, Α 1. αυτός που γίνεται ή έγινε κατά την τριακοστή ημέρα 2. αυτός που γίνεται μέσα σε τριάντα ημέρες 3. αυτός που έχει ηλικία τριάντα ημερών. [ΕΤΥΜΟΛ. < τριακοστός + κατάλ. αῖος (πρβλ. τεταρ ταῖος)] … Dictionary of Greek
τριακοσταίων — τριακοσταῖος on the thirtieth day fem gen pl τριακοσταῖος on the thirtieth day masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριακοσταίη — τριακοσταῖος on the thirtieth day fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)