τριήκοντα

τριήκοντα

τριήκοντα, ep. u. ion. statt τριάκοντα, Hom. u. Her.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • τριήκοντα — Α ιων. τ. βλ. τριάκοντα …   Dictionary of Greek

  • τριήκοντα — τριάκοντα thirty epic ionic (indeclform numeral) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τριήκονθ' — τριήκοντα , τριάκοντα thirty epic ionic (indeclform numeral) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • CLEOBULINA — Cleobuli filia, ingeniô, iudiciô animi magnitudine inclita, hexametris aenigmatica quaedam perscripsit, quorum unum adhuc extare fertur. Εἷς ὁ πατὴρ, παῖδες δὲ δυώδεκα, τῶ δὲ ἑκάςτῳ Παῖδες τριήκοντα, δίανδιχα εἰ̈δος ἔχουσαι, Αἱ μ` λευκαὶ ἔασιν… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • Kalymnos — Gemeinde Kalymnos Δήμος Καλυμνίων (Κάλυμνος) …   Deutsch Wikipedia

  • LUTUM — I. LUTUM prima generis nostri nobilitas. Ex terra enim lutove, primum hominem factum, e sacra Historia cuivis liquet. Cui convenienter Philosophi, Ε᾿πὶ τε τοῦ ἀνθρώπου ἐκ χοὸς διαπλάσεως ἱςτάμενοι, γήϊνον μὲν παῤ ἕκαςτα τὸ σῶμα ἀναγορεύουτιν, ut… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • κρατύνω — (AM, Α επικ. τ. καρτύνω) [κρατύς] 1. ενισχύω, ενδυναμώνω, ισχυροποιώ, στερεώνω (α. «τοὺς θεμελίους πέριξ κρατύνας», Δίων Κάσσ. β. «εἶχε δὲ τὴν βασιληίην καὶ ἐκρατύνθη», Ηρόδ.) 2. κυριαρχώ, εξουσιάζω, άρχω, κυβερνώ («τὰ πρῶτα μὲν δόρει κρατύνων,… …   Dictionary of Greek

  • πλίνθος — Ευρύτατη ποικιλία οικοδομικών υλικών τα οποία κατασκευάζονται από αργιλώδη γη. Γενικότερα είναι γνωστός με την ονομασία τούβλο. Η πρώτη ύλη καθαρίζεται, αναμειγνύεται με νερό, τοποθετείται σε καλούπια, ξεραίνεται και, τέλος, ψήνεται σε ειδικά… …   Dictionary of Greek

  • πολύς — πολλή, πολύ, ΝΜΑ, και επικ. τ. πουλύς, πουλύ και ιων. τ. πολλός, ή, όν, Α 1. (για αριθμό και συχνά με ονόματα τα οποία δηλώνουν την έννοια τού πλήθους) αυτός που υπάρχει ή γίνεται σε μεγάλη ποσότητα (α. «συγκεντρώθηκε πολύς λαός για να τόν… …   Dictionary of Greek

  • τριάκοντα — οι, τα / τριάκοντα, οἱ, αἱ, τὰ, ΝΜΑ, και ιων. τ. τρίηκοντα Α (απόλ. αριθμτ.) 1. αυτοί που αποτελούνται από τρεις δεκάδες, τριάντα («oἱ δὲ ἔστησαν αὐτῷ τριάκοντα ἀργύρια», ΚΔ) 2. (με το αρθρ.) οι τριάκοντα α) (στη Σπάρτη) τριάντα πολίτες… …   Dictionary of Greek

  • ωσεί — ὡσεί, ΝΑ, και ὡς εἰ, Α (λόγιος τ.) επίρρ. ωσάν, σαν να (α. «ωσεί παρών» σαν να ήταν παρών β. «φιάλαν ὡς εἴ τις... δωρήσεται», Πίνδ.) αρχ. 1. (σε απλή παρομοίωση) σαν 2. (με αριθμτ. ή με λέξεις που σημαίνουν μέτρο χρόνου ή τόπου) περίπου («ὡσεὶ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”