τρι-ήρης

τρι-ήρης

τρι-ήρης, gen. plur. τριηρέων Xen. Hell. 1, 4. 11, att. τριήρων. Thuc. 4, 26. 6. 46 u. A., eigtl. dreifach versehen (ἄρω), ausgerüstet; gew. ἡ τριήρης, sc. ναῦς, ein Kriegsschiff mit drei Reihen von Ruderbänken über einander, ein Dreiruderer, eine Galeere, Ar. oft; Plat. Gorg. 469 e u. sonst; Xen. u. Folgde. Vgl. über die verschiedenen Arten Böckh ath. Staatsh. I p. 300. – Auch ein einem Schiffe ähnliches Trinkgefäß, s. Vors. Eur. Med. 139. – Von drei Stockwerken oder Geschossen, wie τριώροφος, Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • τρεις — τρία / τρεῑς, τρία, ΝΜΑ (απόλ. αριθμτ.) Ι. ΚΛΙΣΗ: α) δωρ. ονομ. αρσ. και θηλ. τρέες και τρῆς και τρῑς β) γεν. αρσ., θηλ. και ουδ. τριών, τριῶν γ) δοτ. αρσ., θηλ. και ουδ. τρισί και τριοῑσι και τρίεσσι, αιολ. τ. τρίσσι δ) αιτ. αρσ. και θηλ. τρεις …   Dictionary of Greek

  • ερέτης — ο (AM ἐρέτης) κωπηλάτης αρχ. 1. (στον πληθ. μετωνυμικώς) oἱ ἐρέται τα κουπιά 2. μτφ. φρ. «κυλίκων ἐρέται» για οινοπότες ή μέθυσους. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ερέτης ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *er∂ «κωπηλατώ, κωπηλάτης» και πιθανώς προήλθε από ένα πρωταρχικό… …   Dictionary of Greek

  • κατήρης — κατήρης, ῆρες (Α) 1. εφοδιασμένος, φορτωμένος, σκεπασμένος, τυλιγμένος («σὲ τὸν κατήρη χλανιδίοις», Ευρ.) 2. (για πλοία) αυτός που έχει κουπιά («πλοῑον κατῆρες ἑτοῑμον», Ηρόδ.) 3. φρ. «ταρσός κατήρης» κουπί καλά προσαρμοσμένο (Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Με… …   Dictionary of Greek

  • ενήρης — ἐνήρης, ες (Α) (για πλοίο) αυτός που έχει μία σειρά κουπιών ή ένα μόνο ζεύγος («μὴ ναῡν ἑνήρη, μὴ στρατιώτην ἕνα, μή πόλιν ἔχοντες», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < εν + ήρης < ερέσσω «κωπηλατώ» (πρβλ. ταχυ ήρης, τρι ήρης κ.ά.] …   Dictionary of Greek

  • ξιφήρης — ες (Α ξιφήρης, ῆρες) οπλισμένος με ξίφος, αυτός που κρατά ξίφος και είναι έτοιμος για επίθεση νεοελλ. αυτός που ξιφουλκεί, που ανασύρει το ξίφος, που ξεσπαθώνει, που τραβά το σπαθί. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξίφος + ήρης (< ἀρα ρίσκω «συνδέω, εφοδιάζω»),… …   Dictionary of Greek

  • ευήρης — εὐήρης, ες (Α) 1. (για κουπιά) ο προσαρμοσμένος καλά, ο ευκολομεταχείριστος (α. «λαβὼν εὐῆρες ἐρετμόν», Ομ. Οδ. β. «νεὼς εὐήρης πίτυλος» ο πάταγος τών καλά προσαρμοσμένων κουπιών, Ευρ.) 2. ο κατάλληλος για κάτι («ὄργανα εὐήρη πρὸς τὴν χρείαν»,… …   Dictionary of Greek

  • οκτήρης — ὀκτήρης, ῆρες (Α) 1. (για πλοίο) αυτό που έχει οκτώ σειρές κουπιών 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ ὀκτήρης πολεμικό πλοίο με οκτώ σειρές κουπιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀκτώ* + ήρης (< θ. ερε , πρβλ. ἐρέτης «κωπηλάτης»), πρβλ. τρι ήρης. Το η τού τ. οφείλεται σε… …   Dictionary of Greek

  • πολυήρης — ύηρες, ΜΑ (ποιητ. τ.) αυτός που έχει πολλά κουπιά («πολυήρεις ἐπακτρίδες», Αγαθ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ήρης (II)* (πρβλ. τρι ήρης)] …   Dictionary of Greek

  • ταχυήρης — ύηρες, Α (ποιητ. τ.) 1. αυτός που κωπηλατείται γρήγορα («ξὺν ὄχῳ ταχυήρει πέμψατε πόντονδε», Αισχύλ.) 2. (κατ επέκτ.) ταχύς, ορμητικός («αἵ δ ὑπὸ μαρμαρυγῆς ταχυήρεος... φυζαλέαι θρώσκουσι», Οππ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ταχυ * + ήρης (ΙΙ)* (πρβλ. τρι… …   Dictionary of Greek

  • τετρήρης — και δωρ. τ. τετρήρευς, ἡ, Α πολεμικό πλοίο με τέσσερεις συνεχείς σειρές κουπιών («τούτων ἦσαν τετρήρεις μὲν ἐνενήκοντα, πεντήρεις δὲ δέκα», Διόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α) * + ήρης (II)*, πρβλ. τρι ήρης] …   Dictionary of Greek

  • τριακοντήρης — ες, Α 1. (για πλοίο) αυτό που έχει τριάντα σειρές κουπιών 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ τριακοντήρης πολεμικό πλοίο που είχε τριάντα σειρές κουπιών, αλλ. τριακόντορος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τριάκοντα + ήρης* (ΙΙ) (πρβλ. τρι ήρης)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”