- τρι-ώροφος
τρι-ώροφος, von drei Stockwerken, dreistöckig, Her. 1, 180, v. l. τριόροφος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τρι-ώροφος, von drei Stockwerken, dreistöckig, Her. 1, 180, v. l. τριόροφος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μεσόροφος — και μεσώροφος, ο 1. ο μεσαίος όροφος μιας οικοδομής 2. το μεσοπάτωμα, ο ημιόροφος, ο ενδιάμεσος όροφος μεταξύ τού ισογείου και τού πρώτου ορόφου. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο) * + όροφος. Το ω τού τ. μεσώροφος οφείλεται στη λειτουργία τού νόμου τής… … Dictionary of Greek
τριώροφος — η, ο / τριώροφος, ον, ΝΜΑ αυτός που έχει τρεις ορόφους, τρία πατώματα (α. «τριώροφη κατοικία» γ. «ἄστυ... πλῆρες οἰκιέων τριωρόφων», Ηρόδ.) νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το τριώροφο σπίτι με τρία πατώματα αρχ. το ουδ. ως ουσ. το τρίτο πάτωμα. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek
τριώνυξ — και εσφ. τ. τριόνυξ, υχος, ο, Ν ζωολ. γένος ημιυδρόβιων σαρκοφάγων χελωνών τής οικογένειας τριωνυχίδες, που απαντούν στη Βόρεια Αμερική και στην τροπική Αφρική και Ασία. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. νεολατ. trionyx < tri (< τρι *) + onyx… … Dictionary of Greek