- τρι-λοφία
τρι-λοφία, ἡ, dreifacher Helmbusch; Ar. Av. 94; κράνους Alciphr. 3, 16; περιϑεὶς τὴν τριλοφίαν, den Helm, Plut. Arat. 32.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τρι-λοφία, ἡ, dreifacher Helmbusch; Ar. Av. 94; κράνους Alciphr. 3, 16; περιϑεὶς τὴν τριλοφίαν, den Helm, Plut. Arat. 32.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τρίκορυς — όρυθος, ὁ, Α αυτός που έχει περικεφαλαία με τρία λοφία. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + κόρυς «περικεφαλαία, κεφάλι» (πρβλ. ὀρθό κορυς)] … Dictionary of Greek
τρίλοφος — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 300 μ.) του νομού Πιερίας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (27 τ. χλμ.). * * * ον, Α 1. (για περικεφαλαία) αυτός που έχει τρία λοφία 2. αυτός που έχει τρεις κορυφές ή άκρες («Σικελίης τριλόφοιο Πελωρίδα δύσατο πέτρην»,… … Dictionary of Greek