- τρι-θαλής
τρι-θαλής, ές, dreimal, d. i. reichlich grünend, blühend (?).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τρι-θαλής, ές, dreimal, d. i. reichlich grünend, blühend (?).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τριθαλής — ές, Α 1. ο πολύ θαλερός, ανθηρότατος 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ τριθαλές το φυτό αείζωο το μικρό. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + θαλής (< θάλος, τὸ, «βλαστός» < θάλλω), πρβλ. ἡμιθαλής] … Dictionary of Greek