- τρι-θεΐα
τρι-θεΐα, ἡ, die Dreiheit Gottes, die Dreieinigkeit, der Glaube daran, K. S.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τρι-θεΐα, ἡ, die Dreiheit Gottes, die Dreieinigkeit, der Glaube daran, K. S.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τετραθεΐα — ἡ, Μ το να παραδέχεται κανείς ότι υπάρχει και τέταρτη θεότητα, τετραθεϊσμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α) * + θεΐα (< θεος < θεός), πρβλ. τρι θεΐα] … Dictionary of Greek
όπωπα — ὄπωπα (Α) παρακμ. β τού ορώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο μέλλ. τού ρήματος ὁρῶ, άω*, ὄψομαι, όπως και ο παθ. αόρ. ὤφθην, ο παθ. παρακμ. β ὦμμαι και ο ενεργ. παρακμ. β ὄπωπα (με αττικό αναδιπλασιασμό, πρβλ. ὄλωλα), ανάγονται σε ΙΕ ρίζα *okw (< *ә3ekw ) «βλέπω»… … Dictionary of Greek