- τριηκάς
τριηκάς, ἡ, ep. u. ion. statt τριακάς; Hes. O. 766; Her. 1, 65.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τριηκάς, ἡ, ep. u. ion. statt τριακάς; Hes. O. 766; Her. 1, 65.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τριηκάς — άδος, ἡ, Α (επικ. και ιων. τ.) βλ. τριακάς … Dictionary of Greek
τριακάς — άδος, ἡ, ΜΑ, και επικ. και ιων. τ. τριηκάς και, κατά τον Ησύχ., τριάξ Α (συνηρ. τ. αντί τριακοντάς) ο αριθμός τριάντα αρχ. 1. η τριακοστή μέρα κάθε μήνα 2. μήνας που περιέχει τριάντα μέρες 3. (στην Αθήνα) καθένα από τα τριάντα γένη κάθε φυλής 4.… … Dictionary of Greek