- τριβικός
τριβικός, sich auf Uebung, Erfahrung gründend, Ggstz ἱστορικός u. λογικός, Sext. Emp. adv. gramm. 248.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τριβικός, sich auf Uebung, Erfahrung gründend, Ggstz ἱστορικός u. λογικός, Sext. Emp. adv. gramm. 248.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τρίβικος — an alembic with three receiving vessels masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρίβικος — ὁ, Α λέβητας απόσταξης, τού οποίου το απόσταγμα εκβάλλει σε τρία δοχεία. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + βῖκος «κούπα, κανάτα»] … Dictionary of Greek
τριβικός — ή, όν, Α [τρίβω] αυτός που βασίζεται στην άσκηση ή στην εμπειρία («τῆς κριτικῆς εἶναι τὸ μέν τι λογικόν, τὸ δὲ τριβικόν, τό δ ἱστορικόν», Σέξτ. Εμπ.) … Dictionary of Greek
τριβικόν — τριβικός founded on practice masc acc sg τριβικός founded on practice neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριβικῆς — τριβικός founded on practice fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριβικήν — τριβικός founded on practice fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριβίκου — τρίβικος an alembic with three receiving vessels masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρίβικον — τρίβικος an alembic with three receiving vessels masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιθοτριβικός — λιθοτριβικός, ή, όν (Α) 1. αυτός πού ανήκει ή αναφέρεται στη στίλβωση λίθων 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ λιθοτριβική η τέχνη τής στίλβωσης λίθων. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιθ(ο) * + τριβικός (< τρίβης < τρίβω)] … Dictionary of Greek
ρωβικός — ή, όν, Α αυτός που δεν μπορεί να προφέρει το γράμμα ρω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥῶ, πιθ. κατ αναλογία προς τα συλλαβικός, τριβικός] … Dictionary of Greek