- τριαγμός
τριαγμός, ὁ, der Sieg, Callim.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τριαγμός, ὁ, der Sieg, Callim.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τριαγμός — the triad masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριαγμός — ο, ΝΑ, και τριασμός ΜΑ [τριάζω / τριάττω] νεοελλ. αγώνισμα σύνθετο από τρία αγωνίσματα μσν. αρχ. (κατά τον Αρποκρ.) «ἔγραψε δὲ (ο Ίων ο Χίος) καὶ φιλόσοφόν τι σύγγραμμα, τὸν Τριαγμὸν ἐπιγραφόμενον... ἐν ἐνίοις δὲ καὶ πληθυντικῶς ἐπιγράφεται… … Dictionary of Greek
τριαγμοῖς — τριαγμός the triad masc dat pl τριαγμοί the triad masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριαγμοί — τριαγμός the triad masc nom/voc pl τριαγμοί the triad masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριαγμούς — τριαγμός the triad masc acc pl τριαγμοί the triad masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριαγμόν — τριαγμός the triad masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριασμός — ὁ, ΜΑ βλ. τριαγμός … Dictionary of Greek