- τριακτήρ
τριακτήρ, ῆρος, ὁ, der Sieger, Aesch. Ag. 165.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τριακτήρ, ῆρος, ὁ, der Sieger, Aesch. Ag. 165.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τριακτήρ — ῆρος, ὁ, Α νικητής. [ΕΤΥΜΟΛ. < τριάζω + επίθημα τήρ* (πρβλ. διδακ τήρ)] … Dictionary of Greek
τριακτῆρος — τριακτήρ victor masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριαστής — ὁ, Α [τριάζω] τριακτήρ* … Dictionary of Greek