- τρι-μερής
τρι-μερής, ές, dreitheilig, dreifach, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τρι-μερής, ές, dreitheilig, dreifach, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τριμερής — ές, ΝΜΑ αυτός που αποτελείται από τρία μέρη (α. «τριμερὴς ἡ ψυχή», Αριστοτ. β. «νόμος τριμερής» μελωδία σε τρεις τρόπους ή ήχους, δηλ. Δωρικό, Φρυγικό και Λυδικό, Πλούτ.) νεοελλ. 1. (για διαπραγμάτευση ή για συνθήκη) αυτός στον οποίο συμμετέχουν… … Dictionary of Greek