- τρι-δύστηνος
τρι-δύστηνος, dreifach, d. i. sehr unglücklich, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τρι-δύστηνος, dreifach, d. i. sehr unglücklich, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τρισδύστηνος — ον, Α ο τρεις φορές δύστηνος, πάρα πολύ κακότυχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < επιτατ. τρισ / τρι * + δύστηνος «δύστυχος»] … Dictionary of Greek
τρισδείλαιος — ον, Α τρισάθλιος, δύστηνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < επιτατ. τρισ / τρι * + δείλαιος «δειλός, άθλιος, τιποτένιος»] … Dictionary of Greek