τρι-κῡμία

τρι-κῡμία

τρι-κῡμία, , dreifache, dah. sehr große Woge, od. richtiger die dritte Woge, die an einigen Küsten regelmäßig größer u. gefährlicher als die beiden vorhergehenden sein soll, wie in andern Gegenden die zehnte, dah. fluctus deeumanus der Römer; Αἰγαῖον πόρον τρικυμίαις βρέμοντα, Eur. Troad. 83; u. übertr., τρικυμία κακῶν, Aesch. Prom. 1017; vgl. σὺν κλύδωνι καὶ τρικυμίᾳ, Eur. Hipp. 1213; u. so Luc. ἐν ἁπάσαις τρικυμίαις τῆς τύχης, Dem. enc. 33. – Auch τρικυμία λόγου, ungeheurer Wortschwall, Plat. Euthyd. 293 a; vgl. Jac. Ach. Tat. p. 879.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • λεπτοκυμία — λεπτοκυμία, ἡ (Α) η κατάσταση τής θαλάσσιας επιφάνειας που χαρακτηρίζεται από μικρά κύματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτ(ο) * + κυμία (< κῦμα), πρβλ. τρι κυμία] …   Dictionary of Greek

  • πεντακυμία — ἡ, Α πέντε κύματα αλλεπάλληλα, δηλ. μεγάλη τρικυμία. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα * + κυμία (< κυμος < κῦμα), λ. πλασμένη κατά το τρι κυμία] …   Dictionary of Greek

  • πολυκυμία — ἡ, Μ πλήθος κυμάτων, πάρα πολλά κύματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + κῦμα + κατάλ. ία (πρβλ. τρι κυμία)] …   Dictionary of Greek

  • τρικυμία — η, ΝΜΑ, και τρικυμιά Ν μεγάλη θαλασσοταραχή, φουρτούνα νεοελλ. μτφ. 1. πνευματική, ψυχική ταραχή («σ εκείνη την τρικυμιά, που μ άνοιξε το μνήμα», Σολωμ.) 2. δυσμενής περίσταση, ταλαιπωρία («πέρασε πολλές τρικυμίες στα γεροντάματα») αρχ. 1. πολύ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”